-
1 αἵρεσις
αἵρεσις, ἡ, das Nehmen, 1) Eroberung, πόλεως Her. 4, 1; Thuc. 2, 58; öfter. – 2) Wahl, αἴρεσιν δοῠναι, die Wahl lassen, Aesch. Pr. 781, wie Her. 1, 11; oft in att. Prosa; παραδιδόναι Pind. N. 10, 82; νέμειν Soph. Ai. 258; διακρίνειν, entscheiden, Her. 1, 11; γίγνεται, ἔστι μοι αἵρεσις, ich habe die Wahl, Thuc. 2, 61; προβάλλειν τινί, Einen wählen lassen, Plat. Gorg. 245 b; προτιϑέναι Theaet. 196 c; oft ποιεῖσϑαι, bes. von Beamtenwahlen, überall; αἵρεσις γίγνεται, es wird gewählt, Thuc. 8, 89; Plat. Ax. 367 a die gewählten Beamten selbst; nach Def. 413 b δοκιμασία ὀρϑὴ τοῦ βελτίστου. – 3) Streben nach etwas, τῆς δυνάμεως Plat. Gorg. 513 a; αἵρεσις Ἑλληνική, Studium des Griechischen, Pol. 40, 6, 3; Zuneigung zu Jem., πρός τινα ἔχειν Dem. 18, 166, in einem Aktenstück der Athener; oft Pol. u. Plut. Vorsatz, Galb. 6; übh. Gesinnung, Lebensweise, Plat. Phaedr. 256 c; Pol. 2, 56, 9; bei Sp. Philosophenschule, Sekte, Cic. Fam. 15. 16; D. L.
См. также в других словарях:
αίρεση — Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό,… … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия
ακέφαλος — Αυτός που δεν έχει κεφάλι. Ο άναρχος. Μεταφορικά, ο απερίσκεπτος, ο ανόητος, ο άμυαλος. (Βοτ.) Ονομασία της ωοθήκης που είτε δεν έχει στύλους είτε αυτοί φύονται από τα πλάγια ή τη βάση της (π.χ. βοραγινίδες, χειλανθή). (Ζωολ.) Ονομασία που δόθηκε … Dictionary of Greek